αδήμευτος

αδήμευτος
-η, -ο
αυτός που δε δημεύτηκε ή δε δημεύεται: Η περιουσία των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων είναι αδήμευτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδήμευτος — η, ο [δημεύω] αυτός που δεν δημεύτηκε, που δεν κατασχέθηκε προς όφελος κυρίως τού δημοσίου ή αυτός που δεν υπόκειται σε δήμευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”